Εὐριπίδης

Εὐριπίδης

Εὐριπίδης (s. nom. pr.), , bei Diphil. (Ath. VI, 247 a) u. Poll. 9, 101, ein Wurf im Würfelspiel, 40, von einem Athener Euripides, der unter den 40 Männern war.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Εὐριπίδης — cast 40 masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐριπίδης — cast 40 masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • Ευριπίδης — ο κύρ. όνομα αρχαίο και νεότερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευριπίδης ο Νεότερος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Γιος του μεγάλου τραγικού Ευριπίδη (βλ. λ.). Πιθανώς συμπλήρωσε το κείμενο της Ιφιγένειας εν Αυλίδι του πατέρα του. Από τα πατρικά έργα δίδαξε την Ιφιγένεια εν Αυλίδι και τις Βάκχες, μετά τον θάνατο του πατέρα του …   Dictionary of Greek

  • Μπακιρτζής, Ευριπίδης — (1895 – 1947). Στρατιωτικός. Πήρε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας του 1916, που αντιτάχτηκε στην πολιτική των Ανακτόρων. Αργότερα υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της επανάστασης του 1922. Πήρε επίσης μέρος στο κίνημα του 1935. Εξαιτίας των… …   Dictionary of Greek

  • Γαραντούδης, Ευριπίδης — (Καβάλα 1964 –). Φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (νεοελληνική φιλολογία). Δίδαξε αρχικά ως λέκτορας της νεοελληνικής γλώσσας στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του… …   Dictionary of Greek

  • Κουτλίδης, Ευριπίδης — (Πτερούντα Λέσβου 1890 – 1974). Επιχειρηματίας και συλλέκτης έργων τέχνης. Έζησε στη Σμύρνη μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, οπότε εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας, δημιουργώντας μεγάλη προσωπική περιουσία.… …   Dictionary of Greek

  • Еврипид — (Εύριπίδης) ΰфинянин, младший из трех греческих трагиков корифеев. Родился на Саламине, в день знаменитой победы, 20 сентября 480 г. до Р. Х., от зажиточных, но незнатных родителей. Был женат дважды; от второй жены имел трех сыновей, из которых… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Εὐριπίδαις — Εὐριπίδης cast 40 masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐριπίδαις — εὐριπίδης cast 40 masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”