- προ-κιθάρισμα
προ-κιθάρισμα, τό, Vorspiel auf der Cither, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κιθάρισμα, τό, Vorspiel auf der Cither, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκιθάρισμα — ατος, τὸ, Α προανάκρουσμα τής λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κιθάρισμα < κιθαρίζω «παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο»] … Dictionary of Greek