- ΕΛΕΎΘΩ
(ΕΛΕΎΘΩ, Stamm zu ἐλεύσομαι, ἤλυϑον, s. ἔρχομαι).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(ΕΛΕΎΘΩ, Stamm zu ἐλεύσομαι, ἤλυϑον, s. ἔρχομαι).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελεύθω — ἐλεύθω (Α) έρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός τής αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι*), ο αόρ. ήλθον και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων. αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας… … Dictionary of Greek
Ελευθώ — Ἐλευθώ, η (Α) η Εἰλείθυια … Dictionary of Greek
ИЛИФИЯ, ЭЛЕЙФИЯ — •Ειλείθυια, Έλείθυια, ионическое Ειλήθυια и Έλευθώ, богиня родов. Гомер… … Реальный словарь классических древностей
Gleiten — Gleiten, verb. irreg. neutr. Imperf. ich glitt; Mittelw. geglitten. Es bezeichnet eine Bewegung auf einer glatten oder schlüpfrigen Fläche, und ist in einer doppelten Gestalt üblich. I. Mit dem Hülfsworte seyn. 1) Sich auf oder über einer glatten … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
Leiten — Leiten, verb. reg. welches seinem ganzen Umfange nach in einer doppelten Bedeutung vorkommt. 1. * Als ein Neutrum, für gehen; eine im Hochdeutschen längst veraltete Bedeutung, von welcher sich aber noch sehr häufige Spuren finden. Im Isidor ist… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
Elevtho — ELEVTHO, ónis, Gr. Ἐλευθὼ, ονος, ist eben so viel als Elithyja oder Ilithyia, eine die den Gebärenden zu Hülfe kömmt. Schmid. ad Pind. Ol. p. 170. Sieh Ilithyia … Gründliches mythologisches Lexikon
Илифия — • Ειλείθυια, Έλείθυια, ионическое Ειλήθυια и Έλευθώ, богиня родов. Гомер называет многих Э., дочерей Зевса и Геры (Il. 1, 269. 19, 119.); в единственном числе Э., имевшая на Крите у Амниса грот, встречается: Ноm. Il. 16, 187. 19,… … Реальный словарь классических древностей
έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα … Dictionary of Greek
ήλυσις — ἤλυσις, ἡ (Α) οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ ) τού θ. ελευθ (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση τού αρχ. φωνήεντος (η ) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση… … Dictionary of Greek
επήλυτος — ἐπήλυτος, ον (Α) ἔπηλυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ , πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ρ. ελεύθω «έρχομαι») + τος. Το η τού ηλυς είναι προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ηλύσιος — α, ο (AM ἠλύσιος, ία, ον) (συν. το ουδ. στη φρ.) «Ηλύσιον πεδίον» ή «Ηλύσια πεδία» τόπος όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές τών ηρώων νεοελλ. 1. (για τόπο) ωραίος και απολαυστικός 2. (το ουδ. πληθ.) τα Ηλύσια ο παράδεισος αρχ. αυτός που ανήκει ή … Dictionary of Greek