- Διο-μήτωρ
Διο-μήτωρ, ορος, ὁ, Mutter des Zeus, Theolg. arithm. p. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Διο-μήτωρ, ορος, ὁ, Mutter des Zeus, Theolg. arithm. p. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διομήτωρ — διομήτωρ, η (Α) 1. η μητέρα τού Δία 2. (κατά τους Πυθαγόρειους) η ονομασία τής δυάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + μήτωρ < μήτηρ] … Dictionary of Greek