- ΔΜΑ
ΔΜΑ, Formen wie δμηϑείς, δμηϑήτω u. ä. zu δαμάω).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ΔΜΑ, Formen wie δμηϑείς, δμηϑήτω u. ä. zu δαμάω).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δμαθέντ' — δμᾱθέντα , δαμάζω overpower aor part pass neut nom/voc/acc pl (doric) δμᾱθέντα , δαμάζω overpower aor part pass masc acc sg (doric) δμᾱθέντι , δαμάζω overpower aor part pass masc/neut dat sg (doric) δμᾱθέντε , δαμάζω overpower aor part pass… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμαθεῖσ' — δμᾱθεῖσα , δαμάζω overpower aor part pass fem nom/voc sg (doric) δμᾱθεῖσι , δαμάζω overpower aor part pass masc/neut dat pl (doric) δμᾱθεῖσαι , δαμάζω overpower aor part pass fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμαθεῖσαν — δμᾱθεῖσαν , δαμάζω overpower aor part pass fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμαθείς — δμᾱθείς , δαμάζω overpower aor part pass masc nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμαθέντας — δμᾱθέντας , δαμάζω overpower aor part pass masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμαθέντες — δμᾱθέντες , δαμάζω overpower aor part pass masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμαθέντων — δμᾱθέντων , δαμάζω overpower aor part pass masc/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόδμητος — (I) η, ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, ον) αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμητος (< θ. δμη / δμᾱ τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος]. (II) νεόδμητος, ον (Α) 1. (για άλογα)… … Dictionary of Greek
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek
νεοδμής — νεοδμής, ὁ και ἡ (Α) 1. (για άλογα) αυτός που έχει δαμαστεί πρόσφατα 2. (για γάμο) αυτός που έγινε πρόσφατα («ἀλλ ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμής (< θ. δμᾱ τού δάμνημι «δαμάζω», πρβλ. δμητός), πρβλ. α δμής … Dictionary of Greek
Μ, μ — Το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού και του λατινικού αλφαβήτου (μι, αρχαίο ελληνικό μυ κατά το επόμενο νυ, και μω κατά το ρω). Προέρχεται από το σημιτικό wi ή W που παρίστανε τον φθόγγο mem (= νερό), ο οποίος είχε την ίδια φωνητική αξία με το… … Dictionary of Greek