Γενετυλλίς

Γενετυλλίς

Γενετυλλίς, ίδος, ἡ, Schutzgöttin der Zeugung, Ar. Nubb. 53 Lys. 2; plur. Th. 130; vgl. Paus.1, 1, 4. γενέτωρ, ορος, ὁ, = γενετήρ, Eur. Or. 986; ἕβδομος, der siebente Ahne, Her. 8, 137; Arist. mund. 6; auch adj., πατήρ Eur. Ion. 136.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Γενετυλλίς — goddess of one s birth hour fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενετυλλίς — Θεότητα των γεννήσεων στην αρχαία Αθήνα. Αναφέρεται ως ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης …   Dictionary of Greek

  • Γενετυλλίδα — Γενετυλλίς goddess of one s birth hour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενετυλλίδας — Γενετυλλίς goddess of one s birth hour fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενετυλλίδες — Γενετυλλίς goddess of one s birth hour fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενετυλλίδος — Γενετυλλίς goddess of one s birth hour fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενετυλλίδων — Γενετυλλίς goddess of one s birth hour fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατουλίδα — η το θανατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτ. *θανατυλλίς (< θάνατος + επίθημα υλλίς), το οποίο υπετέθη ως προσωνυμία τής Περσεφόνης, που ήταν «έφορος τού θανάτου» (Κοραής, Άτακτα 4, 168), κατά το γενετυλλίς, προσωνυμία τής Αφροδίτης, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”