- προ-εκ-θερίζω
προ-εκ-θερίζω, vorher abmähen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εκ-θερίζω, vorher abmähen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεκθερίζω — Α θερίζω, κόβω κάτι πέρα ώς πέρα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθερίζω «θερίζω, κόβω πέρα ώς πέρα»] … Dictionary of Greek
προτεθερισμένα — πρό θερίζω do summer work perf part mp neut nom/voc/acc pl προτεθερισμένᾱ , πρό θερίζω do summer work perf part mp fem nom/voc/acc dual προτεθερισμένᾱ , πρό θερίζω do summer work perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος … Dictionary of Greek