- ΒΛΆΒομαι
ΒΛΆΒομαι, praes. βλάβεται, = βλάπτεται, Il. 19, 82. 166 Od. 13, 34; Anacr. 31, 26; act. Qu. Sm. τίη νύ σοι ἔβλαβεν ἦτορ 5, 509.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ΒΛΆΒομαι, praes. βλάβεται, = βλάπτεται, Il. 19, 82. 166 Od. 13, 34; Anacr. 31, 26; act. Qu. Sm. τίη νύ σοι ἔβλαβεν ἦτορ 5, 509.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek