ΒΆΡος

ΒΆΡος

ΒΆΡος, τό, dic Schwere, Last, Plat. Phaed. 117 a u. öfter; στολῆς Xen. Cyr. 3, 3, 42 u. sonst; Schiffsfracht, Pol. 1, 61; übertr. a) πλούτου Soph. Ai. 130, wo Einige βάϑος lesen; Eur. El. 1287; Fülle des Reichthums; Plut. Alex. 48; ὄλβου Eur. I. T. 416. – b) Stärke, στρατοπέδων Pol. 1, 16; συντάξεως 2, 3; öfter; ὑλαγμάτων Alciphr. 3, 18, heftiges Gebell; Macht, Einfluß, Pol. 4, 32; καὶ μέγεϑος τῆς ἀρετῆς Plut. Phoc. 3; vgl. Demetr. 2 u. öfter. – c) Last, Druck, Kummer, Aesch. Pers. 907; πημονῆς Soph. El. 927, u. öfter Tragg.; vgl. Xen. Mem. 2, 7, 1; Arist. Eth. Nic. 9, 11. Aehnl. ἐπιταγμάτων 1, 31; φόρων 1, 67. S. auch βαρύ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βᾶρος — spice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • βάρος — το γεν. ους, πληθ. η και ητα 1. το αποτέλεσμα που έχει η δύναμη της βαρύτητας σε όλα τα σώματα: Προσπάθησε να πηδήξει ψηλά, αλλά το βάρος του δεν του το επέτρεψε. 2. το αποτέλεσμα της ζύγισης ενός σώματος, το φόρτωμα: Δεν αντέχουν τα θεμέλια σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βάρος, Πόπλιος Κουινκτίλιος — (Publius Quinctilius Varus, τέλη 1ου αι. π.Χ. – 9 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ύπατος (13 π.Χ.), ανθύπατος της Αφρικής (8 7 π.Χ.), αντιπραίτορας στη Συρία (6 4 π.Χ.), όπου κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, στάλθηκε το 6 μ.Χ. από τον Αύγουστο… …   Dictionary of Greek

  • ειδικό βάρος — Ο λόγος του βάρους ενός σώματος με τον όγκο του. Η αριθμητική του τιμή παρέχεται από το βάρος της μονάδας του όγκου του σώματος. Η τιμή αυτή είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται από περιοχή σε περιοχή του σώματος, μόνο όταν το σώμα είναι ομογενές,… …   Dictionary of Greek

  • Γῆς βάρος. — См. Землю тяготить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βάρει — βάρος weight neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάρεϊ , βάρος weight neut dat sg (epic ionic) βάρος weight neut dat sg βά̱ρει , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) βά̱ρεϊ , βᾶρις Et.Gud. fem dat sg (epic ionic) βά̱ρει , βᾶρις Et …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρη — βάρος weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάρος weight neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βά̱ρη , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βαρέω weigh down imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρους — βάρος weight neut gen sg (attic epic doric) βά̱ρους , βᾶρος spice masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρέων — βάρος weight neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω̆ν , βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”