- όδό-μετρος
όδό-μετρος, ὁ, = Vorigem. Beim Schol. Ar. Ach. 213 von einem Läufer, der einen Weg durchmißt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όδό-μετρος, ὁ, = Vorigem. Beim Schol. Ar. Ach. 213 von einem Läufer, der einen Weg durchmißt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek