- όστρακίας
όστρακίας, ὁ, = Vorigem. Bei Ath. XIV, 647 c eine Art Kuchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όστρακίας, ὁ, = Vorigem. Bei Ath. XIV, 647 c eine Art Kuchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οστρακίας — ὀστρακίας, ὁ (Α) είδος λίθου που μοιάζει με τον αχάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. ίας (πρβλ. χαλαζ ίας)] … Dictionary of Greek
ὀστρακίαν — ὀστρακίᾱν , ὀστρακίας a stone resembling an agate masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀστρακίας a stone resembling an agate masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστρακίτης — ο (Α ὀστρακίτης) νεοελλ. απολίθωμα οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο αρχ. 1. ως επίθ. οστράκινος («ὀστρακίτης λίθος», Διοσκ.) 2. ο λίθος οστρακίας* 3. είδος πίτας 4. είδος φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα ίτης (πρβλ. ξυλ… … Dictionary of Greek
οστρακιώδης — ες αυτός που προσιδιάζει στην οστρακιά ή που έχει τα χαρακτηριστικά τής οστρακιάς («οστρακιώδες εξάνθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οστρακιά + κατάλ. ώδης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
στρεπτοκοκκίαση — η, Ν ιατρ. νόσος οφειλόμενη σε λοίμωξη από στρεπτόκοκκο, είτε τοπική, όπως στις περιπτώσεις πυοδερμίας, εντερίτιδας, χολοκυστίτιδας, φαρυγγίτιδας και μέσης ωτίτιδας, είτε γενική, όπως στις περιπτώσεις οστρακιάς, επιλόχειου πυρετού κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
τετάρτη — η 1. η ημέρα της εβδομάδας Τετάρτη, μετά την Τρίτη και πριν την Πέμπτη. 2. διάστημα τεσσάρων βαθμίδων στη διατονική κλίμακα της μουσικής. 3. εξανθηματικός πυρετός, με συμπτώματα παρόμοια αυτών της οστρακιάς. 4. τέσσερα τραπουλόχαρτα του ίδιου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)