- ψῡχο-κτόνος
ψῡχο-κτόνος, die Seele tödtend, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχο-κτόνος, die Seele tödtend, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φονοκτόνος — ον, ΜΑ ανθρωποκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ψυχο κτόνος] … Dictionary of Greek