ψῡχο-βόρος

ψῡχο-βόρος

ψῡχο-βόρος, = ψυχοφϑόρος, Synes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κασιοβόρος — κασιοβόρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.). (για σκουλήκι) αυτός που τρώγει κασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμο βόρος, ψυχο βόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”