- ψῡχο-φθόρος
ψῡχο-φθόρος, die Seele, das Leben verderbend, tödtlich, Orph. H. 67, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχο-φθόρος, die Seele, das Leben verderbend, tödtlich, Orph. H. 67, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμολεοντοφθόρος — θυμολεοντοφθόρος, ο (Α) πάπ. αυτός που έχει τόση τόλμη ώστε να σκοτώσει λιοντάρι ή που είναι τόσο φθοροποιός ώστε να συντρίψει και την άγρια διάθεση ενός λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λεοντο φθόρος (< λεων τος + φθορος < φθείρω), πρβλ … Dictionary of Greek
ζοφοφθόρος — ζοφοφθόρος, ον (Μ) αυτός που διώχνει τον ζόφο, που διαλύει το σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + φθορος (< φθείρω), πρβλ. επί φθορος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
ζωοφθόρος — ζωοφθόρος, ον (AM) 1. αυτός που φθείρει, που καταστρέφει ζώα 2. κτηνοβάτης, ένοχος κτηνοβασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανθρωπο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
θυμοφθόρος — θυμοφθόρος, ον (Α) 1. αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοφθόρα φάρμακα» δηλητηριώδη φάρμακα, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. αυτός που επιβουλεύεται τη ζωή κάποιου («γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα πολλά [ενν. σήματα]» αφού έγραψε σε… … Dictionary of Greek
καρποφθόρος — ο (Α καρποφθόρος, ον) αυτός που καταστρέφει τους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
κοσμοφθόρος — κοσμοφθόρος, ον (ΑM) αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» τον λέοντα [τής Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο φθόρος, ψυχο… … Dictionary of Greek
κουροφθόρος — κουροφθόρος, ον (Μ) αυτός που φθείρει τους νέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῡρος (Ι) + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
κυματοφθόρος — κυματοφθόρος, ον (Α) αυτός που αφανίζει κάποιον ή κάτι στη θάλασσα, που φέρνει καταστροφή, φθορά στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + φθόρος (< φθορά), πρβλ. σωματο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
λαρνακοφθόρος — λαρνακοφθόρος, ον (Α) αυτός που φονεύει μέσα σε λάρνακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, ακος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
λινοφθόρος — λινοφθόρος, ον (Α) αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ ὑφασμάτων λακίδες ἔφλαδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
νηοφθόρος — νηοφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός, «πλοίο» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. μητρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek