ψῡχο-τακής

ψῡχο-τακής

ψῡχο-τακής, ές, die Seele schmelzend, oder worin die Seele schmilzt, sich ergießt; δάκρυα Qu. Maec. 9 (Plan. 198); χείλη Sosipat. 3 (V, 56).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατακυμοτακής — κατακυμοτακής, ές (Α) αυτός που γαληνεύει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κῦμα + τακής < θ. τακ τού τήκω (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάκ ην), πρβλ. γυιο τακής, ψυχο τακής] …   Dictionary of Greek

  • συντακής — ές, Α ασθματικός ή φυματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντακ τού ρ. συντήκομαι «εξαφανίζομαι, διαλύομαι», πρβλ. μέλλ. συντακ ήσομαι (πρβλ. ψυχο τακής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”