- ψῡχο-στόλος
ψῡχο-στόλος, die Seele schickend, geleitend; Tryphiod. 570; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχο-στόλος, die Seele schickend, geleitend; Tryphiod. 570; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκροστόλος — νεκροστόλος, ον (Α) αυτός που ενταφιάζει τους νεκρούς ή αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + στόλος (< στέλλω), πρβλ. πομπο στόλος, ψυχο στόλος) … Dictionary of Greek
νεκυοστόλος — νεκυοστόλος, ον (Α) 1. (για τον Χάρωνα) αυτός που διαπορθμεύει τους νεκρούς διά μέσου τής Στυγός 2. (για φέρετρο) αυτός με τον οποίο μεταφέρεται ο νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + στόλος (< στέλλω), πρβλ. νεκρο στόλος, ψυχο στόλος] … Dictionary of Greek
νυμφοστόλος — νυμφοστόλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που συνοδεύει τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι τού γαμπρού 2. το αρσ. ως ουσ. ο παράνυμφος αρχ. 1. αυτός που ασχολείται με τις προετοιμασίες τού γάμου 2. νυφικός, γαμήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + στόλος… … Dictionary of Greek