- ψῡχο-πλανής
ψῡχο-πλανής, ές, die Seele verwirrend, täuschend, Bacchus, Hymn. (IX, 524).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχο-πλανής, ές, die Seele verwirrend, täuschend, Bacchus, Hymn. (IX, 524).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοοπλανής — νοοπλανής, ές (Α) 1. φρενοβλαβής 2. αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει παραφροσύνη («νοοπλανὲς ἴχνος», Noνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. δολο πλανής, ψυχο πλανής] … Dictionary of Greek