- προ-γενέτωρ
προ-γενέτωρ, ορος, ὁ, = προγεννήτωρ, Pempel. bei Stob. Flor. 79, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-γενέτωρ, ορος, ὁ, = προγεννήτωρ, Pempel. bei Stob. Flor. 79, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek