- ψῡχ-ωφελής
ψῡχ-ωφελής, ές, dem Geiste nützend, ihn stärkend, Suid. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῡχ-ωφελής, ές, dem Geiste nützend, ihn stärkend, Suid. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… … Dictionary of Greek
κοσμωφελής — κοσμωφελής, ές (Μ) αυτός που ωφελεί τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ωφελής (< ὄφελος < ὀφέλλω «ωφελώ»), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. βροτ ωφελής, ψυχ ωφελής). Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
οικωφελής — οἰκωφελής, ές (Α) ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ωφελής (< ὄφελος). Το ω οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ ωφελής, ψυχ ωφελής)] … Dictionary of Greek