ψῡχραίνω

ψῡχραίνω

ψῡχραίνω, kühl, kalt machen, abkühlen, Gloss.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψυχραίνω — ψυχραίνω, ψύχρανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψυχραίνω — ΝΜΑ [ψυχρός] 1. καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω 2. μτφ. μειώνω τον ενθουσιασμό, τον ζήλο, την θέρμη κάποιου, τόν δυσαρεστώ (α. «η στάση του μέ ψύχρανε» β. «φιλίας ταχὺ μέντοι ψυχραινόμενος». Πρόκλ.) νεοελλ. (αμτβ.) γίνομαι ψυχρότερος («ψύχρανε ο… …   Dictionary of Greek

  • ψυχραίνω — ψύχρανα, ψυχράθηκα, ψυχραμένος 1. κάνω κάτι ψυχρό, το κρυώνω, το παγώνω. 2. δυσαρεστώ, μειώνω το ζήλο, τον ενθουσιασμό: Μ έχεις ψυχράνει πολλές φορές. 3. φρ., «Ψύχρανε ο καιρός», ο καιρός έγινε ψυχρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψύχρανση — η / ψύχρανσις, άνσεως, ΝΜΑ [ψυχραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψυχραίνω …   Dictionary of Greek

  • устужаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг. (греч. ἀναπαύω) простужаю, прохлаждаю (Сир. 18,… …   Словарь церковнославянского языка

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • αιθριώ — αἰθριῶ ( άω) (Α) [αἰθρια] 1. εκθέτω στον αέρα, ψυχραίνω, δροσίζω 2. είμαι αίθριος, ανέφελος …   Dictionary of Greek

  • αναψύχω — (Α ἀναψύχω) Ι. ενεργ. 1. ψυχραίνω, δροσίζω 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον 4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αψύχραντος — η ο αυτός που δεν έχει ψυχρανθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ψυχραίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Μιχ. Σχινά] …   Dictionary of Greek

  • διαψύχω — (ΑΝ) κάνω κάτι να κρυώσει, ψυχραίνω, δροσίζω αρχ. 1. αερίζω, αποξηραίνω, στεγνώνω 2. (για φιλάργυρους) εκθέτω, παρουσιάζω κρυμμένους θησαυρούς 3. εξασθενίζω …   Dictionary of Greek

  • δροσίζω — (AM δροσίζω) [δρόσος] 1. ραντίζω με σταγόνες δροσιάς, νοτίζω 2. κάνω κάτι δροσερό 3. προσφέρω ικανοποίηση, απόλαυση 4. γίνομαι δροσερός, ψυχραίνω («δρόσισε ο καιρός») μσν. 1. ανακουφίζω 2. κατευνάζω 3. ευνοώ 4. φωτίζω 5. (για τον θεό) ευλογώ 6.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”