- ψῑλήτης
ψῑλήτης, ὁ, gew. im plur. οἱ ψιλῆται, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῑλήτης, ὁ, gew. im plur. οἱ ψιλῆται, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιλήτης — και ψιλίτης, ου, ὁ, Μ στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος («τοὺς γυμνῆτας ὠνόμασαν οἷς ὁμόστιχοι καὶ οἱ κοινῶς μὲν ψιλοί, κοινότερον δὲ ψιλῆται», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψιλής*, ῆος, με κατάλ. της*, ενώ ο τ. ψιλῖται κατά το ὁπλίται] … Dictionary of Greek
ψιλής — ῆτος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ψιλήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα ής, ῆτος (< * ēt , αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ ής)] … Dictionary of Greek