προ-εκ-δέχομαι

προ-εκ-δέχομαι

προ-εκ-δέχομαι (s. δέχομαι), dep. med., vorher auffangen; Strab. XV; Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προδεδεγμένον — πρό δέχομαι take perf part mp masc acc sg πρό δέχομαι take perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδεχόμεθα — πρό δέχομαι take pres ind mp 1st pl πρό δέχομαι take imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδεχομένης — πρό δέχομαι take pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδεχόμενοι — πρό δέχομαι take pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδέχεσθαι — πρό δέχομαι take pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδέκτωρ — θεοδέκτωρ, ὁ, ἡ (Μ) θεοδόχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. οικο δέκτωρ, προ δέκτωρ] …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβεύω — ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεύω Α [πρέσβυς] 1. είμαι πρεσβευτής, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή 2. έχω ορισμένη αντίληψη, ομολογώ, φρονώ, πιστεύω, παραδέχομαι 3. εκκλ. μεσιτεύω, μεσολαβώ («Παναγία Θεοτόκος πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», Όρθρ.) αρχ. 1. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • προασμενίζω — Α υποδέχομαι κάποιον προηγουμένως με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀσμενίζω «παίρνω, δέχομαι με χαρά»] …   Dictionary of Greek

  • προδέκτωρ — ορος, ὁ, Α ιων. τ. αυτός που δείχνει κάτι εκ τών προτέρων, ο προμηνυτής τού μέλλοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δέκτωρ (< δέχομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”