- ψῆσσα
ψῆσσα, ἡ, att. ψῆττα, 1) eine Art von Halbfischen, Butte, Scholle, Plat. Conv. 191 d. – 2) ein Schimpfwort, wie Stockfisch, für Dummkopf, Ar. Lys. 115, vgl. Plat. Comic. bei Schol. Ar. Nubb. 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψῆσσα, ἡ, att. ψῆττα, 1) eine Art von Halbfischen, Butte, Scholle, Plat. Conv. 191 d. – 2) ein Schimpfwort, wie Stockfisch, für Dummkopf, Ar. Lys. 115, vgl. Plat. Comic. bei Schol. Ar. Nubb. 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψήσσα — ήσσης, ἡ, Α βλ. ψῆττα … Dictionary of Greek
ψησσίον — τὸ, Α [ψῆσσα] υποκορ. τ. τού ψῆσσα … Dictionary of Greek
ψήττα — η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι αρχ. (με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< *ψήχ … Dictionary of Greek
ψησία — Α (αμφβλ. τ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «ψῆττα». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ψῆσσα / ψήττα*] … Dictionary of Greek
ψησσόπουλον — τὸ, Μ ψησσίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήσσα «είδος ψαριού» + κατάλ. πουλο*] … Dictionary of Greek