ψᾱνός

ψᾱνός

ψᾱνός, dor. statt ψηνός, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψανός — (I) ή, ό, και ψάνιος, α, ο, Ν (για όσπρια) βραστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐψ ανός* «ευκολόβραστος» < ἔψω «βράζω», με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ]. (II) ή, όν, Α βλ. ψηνός …   Dictionary of Greek

  • ψάνα — και ψάνη και αψάνα, η, Ν 1. χλωρό στάχυ σιταριού 2. χλωρό στάχυ σιταριού καψαλισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψανός* (Ι) «ευκολόβραστος», με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ψηνός — και δωρ. τ. ψανός, ή, όν, Α φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψη τού ψήω* / ψῆν + επίθημα νός (πρβλ. πτη νός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”