- ψᾶφος
ψᾶφος, ἡ, dor. statt ψῆφος, Pind.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψᾶφος, ἡ, dor. statt ψῆφος, Pind.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψάφος — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. ψήφος … Dictionary of Greek
ψᾶφος — ψῆφος a small round worn stone fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
ποτιψαφίζομαι — Α (δωρ. τ.) προσψηφίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + ψηφίζομαι (< ψῆφος/ ψᾱφος)] … Dictionary of Greek
ψάφαξ — ή ψάφαξ, άφακος, ἡ, Α αιολ. τ. τής λ. ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος + επίθημα αξ (πρβλ. λίθ αξ)] … Dictionary of Greek
ψάφιγξ — άφιγγος, ἡ, Α (αιολ. τ.) ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος + εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. σάλπ ιγξ, λάϊγγες)] … Dictionary of Greek
ψαφοτριβέων — Α (κατά τον Ησύχ.) «περὶ τοὺς λόγους τριβομένων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος* + τρίβω] … Dictionary of Greek
bhes-1 — bhes 1 English meaning: to smear, spread Deutsche Übersetzung: “abreiben, zerreiben, ausstreuen” Material: O.Ind. bábhasti “chews up”, 3. pl. bápsati; bhásma n. “ash” resulted through verbal extensions of psü(i) , psō/i/ , psǝ(i) … Proto-Indo-European etymological dictionary