ψήφωσις, ἡ, = ψηφολογία, ψηφολόγημα (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψήφωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [ψηφοῡμαι] ψηφολογία* … Dictionary of Greek