- ψώϊζος
ψώϊζος, ἡ (vgl. ψώα), nach Hesych. ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνϑος, δυςωδία καὶ ἣν καλοῦσι μίνϑον, οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα; – nach Andern ψώϊζος adj., = faulig, stinkend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψώϊζος, ἡ (vgl. ψώα), nach Hesych. ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνϑος, δυςωδία καὶ ἣν καλοῦσι μίνϑον, οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα; – nach Andern ψώϊζος adj., = faulig, stinkend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψώϊζος — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνθος, δυσωδία καὶ ἣν καλοῡσι μίνθαν οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα ψώα* / ψωΐα] … Dictionary of Greek