- ψίθος
ψίθος, τό, Ohrenbläserei, Verleumdung; davon ψιϑυρός, ψιϑυρίζω; VLL., Schol. Theocr. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίθος, τό, Ohrenbläserei, Verleumdung; davon ψιϑυρός, ψιϑυρίζω; VLL., Schol. Theocr. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίθος — ους, τὸ, ΜΑ λοιδορία, σκώμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. πλασμένη από τους γραμματικούς, η οποία συνδέεται με το ρ. ψιθυρίζω] … Dictionary of Greek