- ψίλινος
ψίλινος στέφανος, ὁ, zu Lacedämon ein Palmenkranz, Sosib. bei Ath. XV, 678.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίλινος στέφανος, ὁ, zu Lacedämon ein Palmenkranz, Sosib. bei Ath. XV, 678.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίλινος — ίνη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από κλαδιά φοίνικα 2. φρ. «στέφανος ψίλινος» στεφάνι από κλαδιά φοίνικα, το οποίο έφεραν στη Σπάρτη οι αρχηγοί τών χορών κατά τις γυμνοπαιδίες (Σωσίβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον, + κατάλ. ινος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ψιλίνους — ψίλινος palm branches masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλινοποιός — ὁ, Α κατασκευαστής στεφάνων από κλαδιά φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλινος + ποιός*] … Dictionary of Greek