- ψίνομαι
ψίνομαι, Blüthen, angesetzte Früchte abfallen lassen, bes. von Weinreben, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίνομαι, Blüthen, angesetzte Früchte abfallen lassen, bes. von Weinreben, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
ψίσις — εως, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπώλεια». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ψίνομαι, μέσ. τ. τού ρ. ψίνω] … Dictionary of Greek
ψινάζω — και ψεινάζω και ψηνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «ψινάζει ἀπορρεῑ τὰ ἀσθενῆ τοῡ καρποῡ, φυλλορροεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ψίνομαι «ρίχνω τα φύλλα μου» (βλ. λ. ψίνω)] … Dictionary of Greek
ψόγξαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκοῡσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ. δωρικής προέλευσης, που συνδέεται με τη λ. φθογγή (για την φωνητική αντιστοιχία μεταξύ ψ και φθ πρβλ. ψαέναι: φθάνω, ψίνομαι: φθίνω, ψείρει: φθείρει)] … Dictionary of Greek