- ψίττακος
ψίττακος, ὁ, der Papagei; Callix. bei Ath. 649 c; Ael. N. A. 6, 19; auch σίττακος, σιττάκη u. ψιττάκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίττακος, ὁ, der Papagei; Callix. bei Ath. 649 c; Ael. N. A. 6, 19; auch σίττακος, σιττάκη u. ψιττάκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιττακός — parrot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακός — Πτηνό της οικογένειας των ψιττακιδών. Bλ. λ. παπαγάλοι. * * * ο, ΝΜΑ, και σιττακός Α ο παπαγάλος νεοελλ. ζωολ. γένος παπαγάλων τής κεντρικής και δυτικής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψιττάκη] … Dictionary of Greek
ψιττακός — ο παπαγάλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιττακοῖς — ψιττακός parrot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακοί — ψιττακός parrot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακοῦ — ψιττακός parrot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακούς — ψιττακός parrot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακῷ — ψιττακός parrot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακόν — ψιττακός parrot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пситтакозавры — ? † Пситтакозавры … Википедия
ψιττάκη — και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α ψιττακός, παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή τού πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το… … Dictionary of Greek