- προ-εκ-βιβάζω
προ-εκ-βιβάζω, vorher herausgehen lassen, τινὰ εἰς πόλεμον, Pol. 20, 3, 2, wo man προεμβιβάζω hat ändern wollen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εκ-βιβάζω, vorher herausgehen lassen, τινὰ εἰς πόλεμον, Pol. 20, 3, 2, wo man προεμβιβάζω hat ändern wollen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek