- ψάθυρμα
ψάθυρμα, τό, ein kleines Stück, ein Brocken, Hesych. erkl. ἀποκόμματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψάθυρμα, τό, ein kleines Stück, ein Brocken, Hesych. erkl. ἀποκόμματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψάθυρμα — ύρματος, το, ΝΑ νεοελλ. 1. (γενικά) εύθρυπτη ύλη 2. (ειδικότερα) ξένη ουσία μέσα στη μάζα μετάλλου, η οποία τό καθιστά εύθρυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαθυρός «εύθρυπτος» + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek