ψάλτρια

ψάλτρια

ψάλτρια, , fem. von ψαλτήρ, die ein Saiteninstrument Spielende; Ion bei Ath. XIV, 634 f; Plat. Prot. 347 d; Luc. bis acc. 16 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαλτρίᾳ — ψαλτρίᾱͅ , ψάλτρια female harper fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτρια — female harper fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτρια — η, ΝΑ, και ψάλτρα Ν βλ. ψάλτης …   Dictionary of Greek

  • ψάλτρια — η θηλ. του ψάλτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαλτρίας — ψαλτρίᾱς , ψάλτρια female harper fem acc pl ψαλτρίᾱς , ψάλτρια female harper fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτρι' — ψάλτρια , ψάλτρια female harper fem nom/voc sg ψάλτριαι , ψάλτρια female harper fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτριῶν — ψάλτρια female harper fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτρίαις — ψάλτρια female harper fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτριαι — ψάλτρια female harper fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτριαν — ψάλτρια female harper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”