ψάγδᾱν

ψάγδᾱν

ψάγδᾱν, ᾱνος, od. ψαγδάν, ᾶνος, ὁ, = Folgdm; Eubul. bei Ath. XV, 690 e Αἰγυπτίῳ ψάγδανι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψάγδαν — ανος, και ψάγδας και σάγδας και σαγδᾱς και τ. άτονης ονομ. ψάγδης και στον Ησύχ. ψαγδῆς, ὁ Α (στην Αίγυπτο) είδος μύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Αιγυπτιακή, πρβλ. αιγυπτ. sgnn «λίπος, αλοιφή». Η Ελληνική δανείστηκε τον τ. με το άρθρο του, p’… …   Dictionary of Greek

  • σάγδας — και σαγδᾱς, ὁ, Α βλ. ψάγδαν …   Dictionary of Greek

  • ψάγδας — ου, ὁ, Α βλ. ψάγδαν …   Dictionary of Greek

  • ψάδδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ κιννάβαρις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται, πιθ., με τον τ. ψάγδαν*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”