ψάφαξ, ᾱκος, ὁ, dor. statt ψῆφος, s. Gregor. de dial. p. 241.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψάφαξ — ή ψάφαξ, άφακος, ἡ, Α αιολ. τ. τής λ. ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος + επίθημα αξ (πρβλ. λίθ αξ)] … Dictionary of Greek
ψήφαξ — ακος, ὁ, Μ ψᾱφαξ*, ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. λίθ αξ)] … Dictionary of Greek