- ψηφο-φόρος
ψηφο-φόρος, seine Stimme gebend, stimmend, wählend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψηφο-φόρος, seine Stimme gebend, stimmend, wählend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
οστρακοφορώ — ὀστρακοφορῶ, έω (Α) ψηφίζω με όστρακα, συμμετέχω σε ψηφοφορία για οστρακισμό, για εξορία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. ψηφο φορώ] … Dictionary of Greek
ψηφοφόρος — ο, η / ψηφοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ψηφηφόρος Α (για πρόσ.) πολίτης που έχει και ασκεί το δικαίωμα ψήφου, εκλογέας αρχ. (γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις ἐκκλησία κατ ἄνδρα ψηφοφόρος ἡ φυλετική», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Γουινέα-Μπισάου — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουινέα Μπισάου Παλαιότερη ονομασία: Πορτογαλλική Γουινέα Έκταση: 36.120 τ.χλμ Πληθυσμός: 1.345.479 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπισάου (288.295 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Σενεγάλη … Dictionary of Greek