- ψηφιστής
ψηφιστής, ὁ, der Rechner (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψηφιστής, ὁ, der Rechner (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψηφιστής — calculator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφιστής — ὁ, θηλ. ψηφίστρια, Α [ψηφίζομαι] λογιστής … Dictionary of Greek
ψηφισταί — ψηφιστής calculator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφιστοῦ — ψηφιστής calculator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοψηφιστής — μισοψηφιστής, ὁ (Α) 1. αυτός που μισεί τους λογιστές 2. ως κύριο όν. Μισοψηφιστής τίτλος δράματος τού Φιλιστίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ψηφιστής «λογιστής» (< ψηφίζομαι), πρβλ. ισο ψηφιστής] … Dictionary of Greek
ψηφιστάς — ψηφιστά̱ς , ψηφιστής calculator masc acc pl ψηφιστά̱ς , ψηφιστής calculator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοψηφιστής — ἰσοψηφιστής, ὁ (Α) ο διατιμητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ψηφιστής (< ψηφίζομαι)] … Dictionary of Greek
υποψηφιστής — ὁ, Α αυτός που υπολογίζει με ψήφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψηφιστής (< ψηφίζω)] … Dictionary of Greek
ψηφίστρια — ἡ, Α βλ. ψηφιστής … Dictionary of Greek
ψηφιστικός — ή, όν, Α [ψηφιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψηφιστή, λογιστικός … Dictionary of Greek