ψηστός

ψηστός

ψηστός, adj. verb. von ψάω, gestrichen, gerieben, geschabt, abgewischt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψηστός — ή, ό, Ν βλ. ψητός …   Dictionary of Greek

  • παλίμψηστος — η, ο (ΑΜ παλίμψηστος, ον) 1. (για χειρόγραφο, συν. σε πάπυρο ή περγαμηνή) αυτός τού οποίου το αρχικό κείμενο έχει ξεστεί για να γραφεί νέο κείμενο 2. το ουδ. ως ουσ. το παλίμψηστο(ν) χειρόγραφο συνήθως σε περγαμηνή ή σε πάπυρο τού οποίου έχει… …   Dictionary of Greek

  • ψητός — και ψηστός, ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει ψηθεί, ψημένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ψητό α) κρέας ψημένο σε ψησταριά ή σε φούρνο («ψητό με πατάτες») β) μτφ. το κυριότερο σημείο, η ουσία («άσε τις λεπτομέρειες και έλα στο ψητό») 3. φρ. «βαράει ίσα στο… …   Dictionary of Greek

  • Палимпсест — Фрагмент «Ефремова кодекса» с Евангелием от Матфея, 20:16 23. Французская национальная библиотека. Палимпсест (греч …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”