- ψαίω
ψαίω, ursprünglich ein Wort mit ψάω, 1) reiben, streichen, wischen. – 2) zerreiben, zermalmen, schroten, mahlen. S. ψαιστός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαίω, ursprünglich ein Wort mit ψάω, 1) reiben, streichen, wischen. – 2) zerreiben, zermalmen, schroten, mahlen. S. ψαιστός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαίω — Α τρίβω, κοπανίζω, αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. ψαίω (από όπου τα ψαιστός, ψαίστωρ, ψαῖ[σ]μα) είναι μτγν. δευτερογενής σχηματισμός τού ενεστ. ψήω / ψῆν / ψάω «τρίβω» (πρβλ. κναίω: κνῆν: κνάω). Οι ενεστ. σχηματισμοί με δίφθογγο αι (πρβλ. πταίω,… … Dictionary of Greek
палимпсест — рукопись, написанная на старом выскобленном пергаменте . Книжное заимствование через нем. Palimpsest или франц. palimpseste из ср. лат. palimpsēstus (соdех) от греч. παλίμψηστον (ßιβλίον). Из πάλιν вновь и ψάιω скоблю, скребу … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
ψαίνυνθος — ον, Α (στον Λυκόφρ.) (κυρίως το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ψαίνυνθα με απατηλό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι τού ψαίω*, πιθ. μέσω αμάρτυρου ενεστ. τ. *ψαινύθω (πρβλ. μίνυνθα*: μινύθω)] … Dictionary of Greek
ψαίνυον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀχρεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι τού ψαίω*, πιθ. μέσω αμάρτυρου ενεστ. τ. *ψαι νύ ω (πρβλ. ψαινύντες)] … Dictionary of Greek
ψαίνυσμα — ύσματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀλίγον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι τού ψαίω*, πιθ. μέσω αμάρτυρου ενεστ. τ. *ψαι νύ ω (πρβλ. ψαινύντες) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
ψαίσμα — και ψαῑμα, τὸ, Α [ψαίω] (κατά τον Ησύχ.) «σῑτον ὀλίγον» … Dictionary of Greek
ψαίστωρ — ορος, ὁ, Α αντικείμενο για σφούγγισμα, για καθάρισμα («ψαίστωρ σπόγγος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαισ τού αορ. τού ψαίω* + επίθημα τωρ* (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
ψαθάλλω — Α ξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, πιθ., για τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Πιθανολογείται η σύνδεση τού τ. με τα ψαίω και ψήω* / ψῆν (πρβλ. και ψάλλω). Το ρ. συνδέεται με το επίθ. ψαθυρός (πρβλ. φλεγ υρός), καθώς και με το… … Dictionary of Greek
ψαιδρά — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιότριχα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι τού ψαίω*, κατά τα φαι δ ρός, ψυδ ρός, αδ ρός] … Dictionary of Greek