- ψαλμ-ῳδία
ψαλμ-ῳδία, ἡ, das Singen von Psalmen, Lobliedern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαλμ-ῳδία, ἡ, das Singen von Psalmen, Lobliedern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωνωδία — η, Ν μουσ. η τέχνη ή η ενέργεια τού να τραγουδάει κανείς χωρίς να προφέρει τις λέξεις, να τραγουδάει χωρίς λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ωδία (< ωδός < ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ψαλμ ωδία. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. vocalisation και… … Dictionary of Greek