ψαθάλλω

ψαθάλλω

ψαθάλλω, frequentativum von ψάω, betasten, befühlen, reiben, kratzen; τὴν κεφαλὴν ψάϑαλλέ μου Hermipp. bei Phryn. u. B. A. 9, 9, durch κνάω erkl.; Hesych. erkl. ἐψαϑήλατο, ἐκνήσατο; Moeris stellt es mit ψηλαφάω zusammen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαθάλλω — Α ξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, πιθ., για τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Πιθανολογείται η σύνδεση τού τ. με τα ψαίω και ψήω* / ψῆν (πρβλ. και ψάλλω). Το ρ. συνδέεται με το επίθ. ψαθυρός (πρβλ. φλεγ υρός), καθώς και με το… …   Dictionary of Greek

  • ψάθεα — και ψαθέα, τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) ψίχουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψαθάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… …   Dictionary of Greek

  • ψάφεα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψωμία». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί τού τ. ψάθεα (βλ. λ. ψαθάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ …   Dictionary of Greek

  • ψαθυρός — ή, ό / ψαθυρός, όν, ΝΑ, και ψαθαρός και αττ. τ. ψαδυρός, όν, Α αυτός που εύκολα θρυμματίζεται, εύθρυπτος, εύθραυστος νεοελλ. φολιδωτός αρχ. 1. (για υγρά) αυτός που έχει μικρή πυκνότητα 2. (για αέρα) αραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”