ψαθάλλω — Α ξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, πιθ., για τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Πιθανολογείται η σύνδεση τού τ. με τα ψαίω και ψήω* / ψῆν (πρβλ. και ψάλλω). Το ρ. συνδέεται με το επίθ. ψαθυρός (πρβλ. φλεγ υρός), καθώς και με το… … Dictionary of Greek
ψάθεα — και ψαθέα, τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) ψίχουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψαθάλλω] … Dictionary of Greek
ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… … Dictionary of Greek
ψάφεα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψωμία». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί τού τ. ψάθεα (βλ. λ. ψαθάλλω)] … Dictionary of Greek
ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
ψαθυρός — ή, ό / ψαθυρός, όν, ΝΑ, και ψαθαρός και αττ. τ. ψαδυρός, όν, Α αυτός που εύκολα θρυμματίζεται, εύθρυπτος, εύθραυστος νεοελλ. φολιδωτός αρχ. 1. (για υγρά) αυτός που έχει μικρή πυκνότητα 2. (για αέρα) αραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα… … Dictionary of Greek