ψαλιδωτός

ψαλιδωτός

ψαλιδωτός, adj. verb. von ψαλιδόω, gewölbt, bogenförmig, D. Hal. 3, 68 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαλιδωτός — ή, ό / ψαλιδωτός, ή, όν, ΝΑ [ψαλιδῶ / ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα ανοιγμένου ψαλιδιού (α. «ψαλιδωτές σημαίες» β. «ψαλιδωτό σήμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το ψαλιδωτό ναυτ. σημαία ή σήμα με τριγωνικώς ψαλιδισμένη την ανεμίζουσα πλευρά αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδωτός — ή, ό αυτός που έχει σχήμα ανοιχτής ψαλίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριόρνιθα — (agriornis).Γένος στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των τυρρανιδών. Ζουν αποκλειστικά σε χώρες του Νέου Κόσμου και ιδιαίτερα σε περιοχές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Τo μήκος του σώματός τους φτάνει τα 20 35 εκ. Έχουν ράμφος μακρύ,… …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδωτάς — ψαλιδωτά̱ς , ψαλιδωτός arched fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”