- ψαθυρότης
ψαθυρότης, ητος, ἡ, Zustand und Eigenschaft des ψαϑυρός, Arist. H. A. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαθυρότης, ητος, ἡ, Zustand und Eigenschaft des ψαϑυρός, Arist. H. A. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαθυρότης — looseness of consistency fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαθυρότητα — ψαθυρότης looseness of consistency fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαθυρότητος — ψαθυρότης looseness of consistency fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαθυρότητα — η / ψαθυρότης, ότητος, ΝΑ [ψαθυρός] η ιδιότητα τού ψαθυρού, έλλειψη συνεκτικότητας … Dictionary of Greek