ψαλτικός

ψαλτικός

ψαλτικός, zum Spielen eines Saiteninstruments gehörig, geschickt, ψαλτικὸν ὄργανον, Saiteninstrument, Ath. XIV, 634 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαλτικός — ή, ό / ψαλτικός, ή, όν, ΝΑ [ψάλλω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψάλτη ή στο ψάλσιμο 2. (για ωδές, κείμενα, τροπάρια) αυτός που ψάλλεται, σε αντιδιαστολή προς εκείνον που αναγιγνώσκεται 3. το θηλ. ως ουσ. η ψαλτική η τέχνη τού… …   Dictionary of Greek

  • ψαλτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψάλτη ή στο ψάλσιμο. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ψαλτικά η αμοιβή του ψάλτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαλτικά — ψαλτικός of neut nom/voc/acc pl ψαλτικά̱ , ψαλτικός of fem nom/voc/acc dual ψαλτικά̱ , ψαλτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτικόν — ψαλτικός of masc acc sg ψαλτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτικῆς — ψαλτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτικήν — ψαλτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”