- ψαμαθηΐς
ψαμαθηΐς, ίδος, ἡ, sandig, Nic. Ther. 887, ψαμαϑηΐδας σίδας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαμαθηΐς, ίδος, ἡ, sandig, Nic. Ther. 887, ψαμαϑηΐδας σίδας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαμαθηΐς — ΐδος, ἡ, Α 1. αμμουδιά 2. (ως επίθ. θηλ.) αμμώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμαθος «άμμος» + κατάλ. ηΐς (πρβλ. χλωρ ηΐς)] … Dictionary of Greek
ψαμαθηίδα — ψαμαθηίς sandy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμαθηίδας — ψαμαθηίς sandy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)