- ψαινύθιος
ψαινύθιος, ον, = ψαίνυϑος, Hesych., der erkl. ψευδές, μάταιον, εὐτελές. Vgl. ψινύϑιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαινύθιος, ον, = ψαίνυϑος, Hesych., der erkl. ψευδές, μάταιον, εὐτελές. Vgl. ψινύϑιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαινύθιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) μάταιος, ψευδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι τού ψαίω*, πιθ. μέσω αμάρτυρου ενεστ. τ. *ψαι νύ (θ) ω (πρβλ. ψαίννυθος)] … Dictionary of Greek
ψαινύθιον — ψαινύθιος false masc/fem acc sg ψαινύθιος false neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)