ψαιστόν

ψαιστόν

ψαιστόν, τό, gew. plur. τὰ ψαιστά, sc. ἄλφιτα, πέμματα od. πόπανα, geschrotene Gerste, Gerstenmehl, bes. ein davon bereiteter, mit Oel und Honig angemachter Opferkuchen, vgl. Schol. Il. 1, 449; Timaeus erkl. τῶν σπλάγχνων κεκομμένων εἰς λεπτὰ μετὰ ἄρτου ἀπαρχαί τινες; οὐδ' ἂν εἷς ϑύσειενοὐ βοῦν ἄν, οὐχὶ ψαιστόν Ar. Plut. 138, vgl. 1115; Gaetul. 3 (VI, 190), im plur.; ψαιστῶν ϑυσία Cornel. Long. 1 (VI, 191), ψαιστὰ βαλὼν παρὰ ξοάνῳ Ep. ad. 203 (App. 283), meist von armen Leuten dargebracht; vgl. noch Ath. 672 ψαιστὰ αὐτῷ ποιήσαντες. – Eigtl. neutr. vom Folgenden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαιστόν — ψαιστός ground masc acc sg ψαιστός ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμμα — κάμμα, τὸ (Α) είδος γλυκίσματος τών Λακώνων, το οποίο περιτύλιγαν με «καμματίδες», δηλ. με φύλλα δάφνης, αλλ. ψαιστόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπτω «καταπίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ψαιστός — ή, όν, και πιθ. τ. αρσ. ψᾳστός και πιθ. τ. ουδ. ψᾷστον, Α [ψαίω] 1. αλεσμένος, τριμμένος, κοπανισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψαιστόν (ενν. πέμμα ή πόπανον) γλύκισμα από κοπανισμένο κριθάρι, με μέλι και λάδι, το οποίο χρησίμευε ως προσφορά σε… …   Dictionary of Greek

  • ψαιστώδης — ῶδες, Α [ψαιστός] (κατά τα ανέκδοτα Βεκκήρου) όμοιος με ψαιστόν, με πίτα για προσφορά σε θυσίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”