- προ-εκ-κρούω
προ-εκ-κρούω (s. κρούω), vorher herausstoßen, Sp., wie D. Cass. 43, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εκ-κρούω (s. κρούω), vorher herausstoßen, Sp., wie D. Cass. 43, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκέκρουκε — πρό κρούω strike perf imperat act 2nd sg πρό κρούω strike perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεκρουκόσιν — πρό κρούω strike perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκρούειν — πρό κρούω strike pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκρούσοντας — πρό κρούω strike fut part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέκρουον — πρό κρούω strike imperf ind act 3rd pl προέκρουον , πρό κρούω strike imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προκρούστης — (procrustes). Είδος κολεόπτερου, νυχτόβιου και αδηφάγου, με μαύρο χρώμα. Ανήκει στην οικογένεια των καραβιδών και ζει κάτω από πέτρες και κορμούς δέντρων. Ο π. αναζητάει την τροφή του τη νύχτα, κυρίως στα αμπέλια, όπου εξοντώνει τα σαλιγκάρια. Οι … Dictionary of Greek
προπλήσσω — Α (σχετικά με φόρμιγγα) κρούω από πριν, προανακρούω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
προτύπτω — Α 1. ορμώ προς τα εμπρός, εξορμώ («Νεῑλος... προύτυψεν πόντῳ», Νίκ.) 2. προσορμίζομαι («ὕστατος ἐς θάλαμον προύτυψεν», Οππ.) 3. κρούω, χτυπώ πρωτύτερα 4. χτυπώ πριν από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τύπτω «πλήττω, χτυπώ»] … Dictionary of Greek
προέκρουεν — πρό κρούω strike imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέκρουσαν — πρό κρούω strike aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέκρουσε — πρό κρούω strike aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)