ψεῦσμα

ψεῦσμα

ψεῦσμα, τό, Lüge, Betrug; ἵνα εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος ὦ Plat. Men. 71 d; Luc. Tim. 55 u. oft, u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψεῦσμα — lie neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύσμα — εύσματος, τὸ, ΜΑ βλ. ψέμα …   Dictionary of Greek

  • ψέμα — Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας. Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην …   Dictionary of Greek

  • ραθώδημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψεῡσμα» …   Dictionary of Greek

  • ՍՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0754 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c գ. ψεῦδος, ψευδή, ψεύσμα mendacium, falsitas, fallacia. որ եւ ՍՈՒՏՔ. Բանսուտ. եւ Սուտն գոլ բանից կամ գործոց. ստախօսութիւն, եւ խաբէութիւն, խարդախութիւն, նենգութիւն, կեղծաւորութիւն, կեղծաւորութիւն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ψευσμάτων — ψεῡσμάτων , ψεῦσμα lie neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύσμασι — ψεύ̱σμασι , ψεῦσμα lie neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύσμασιν — ψεύ̱σμασιν , ψεῦσμα lie neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύσματα — ψεύ̱σματα , ψεῦσμα lie neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύσματι — ψεύ̱σματι , ψεῦσμα lie neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύσματος — ψεύ̱σματος , ψεῦσμα lie neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”